- στρέβλης
- στρέβλαfem gen sg (attic epic ionic)στρέβληwinchfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεβλῆς — στρεβλός twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… … Dictionary of Greek
στρέβλωση — η / στρέβλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στρεβλῶ, ώνω] η ενέργεια τού στρεβλώνω, συστροφή νεοελλ. 1. εξάρθρωση 2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση μσν. μτφ. ηθική διαστροφή αρχ. βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek